- συνεπιγράφω
- Α [ἐπιγράφω]1. καταγράφω κάτι μαζί ή συγχρόνως με κάποιον άλλο2. αναγράφω κάποιον ως αίτιο μαζί ή συγχρόνως με κάποιον άλλο («ὅθεν οἱ μεγάλοι καὶ δαίμονα καὶ τύχην τοῑς κατορθώμασι συνεπιγράφουσιν», Πλούτ.)3. μέσ. συνεπιγράφομαιεπιδοκιμάζω, συναινώ («τῇ ἐν τοῑς μέρεσι κοινωνίᾳ καὶ συμπαθεία τοῡ παντὸς ἔοικε συνεπιγράφεσθαι», Φίλ.).
Dictionary of Greek. 2013.